- ἐν-ταμίευτος
ἐν-ταμίευτος, dazu gemacht, geeignet, πρός τι, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐν-ταμίευτος, dazu gemacht, geeignet, πρός τι, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευταμίευτος — εὐταμίευτος, ον (Α) 1. αυτός στον οποίο εύκολα γίνεται η αποταμίευση, αυτός που έχει μικρή χωρητικότητα 2. (για πράγματα ή καταστάσεις) αυτός που διορθώνεται εύκολα 3. (για οσμές, αρώματα) αυτός που δεν εξατμίζεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ταμιευτος… … Dictionary of Greek