ἐν-τανυσμός

ἐν-τανυσμός

ἐν-τανυσμός, , dass., Schol. Od. 21, 112.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τανυσμός — ο, ΝΜ [τανύ(ζ)ω] τάνυσμα, τέντωμα …   Dictionary of Greek

  • τανυσμός — ο τάνυσμα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”