- ἐν-τείχιος
ἐν-τείχιος, innerhalb der Mauern, οἰκήσεις D. Hal. 1, 26; mit Mauern umgeben, τόπος Poll. 9, 35.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐν-τείχιος, innerhalb der Mauern, οἰκήσεις D. Hal. 1, 26; mit Mauern umgeben, τόπος Poll. 9, 35.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσοτείχιος — μεσοτείχιος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται μεταξύ τών τειχών τής πόλης και τού στρατοπέδου τών εχθρών ή τού εξωτερικού περιτειχίσματος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεσοτείχιον το διάστημα μεταξύ τών τειχών τής πόλης και τού στρατοπέδου. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek