ἐν-τελής

ἐν-τελής

ἐν-τελής, ές, vollendet, vollkommen; ausgewachsen, Aesch. Ch. 248, δώδεκ' ἐντελεῖς ἔχων βοῠς Soph. Tr. 757, untadelig, vgl. Luc. »acrll. 12, τὰ ἐν τῇ πόλει ὅπλων ἐξετάσει καὶ ἵππων ἐσκόπουν εἰ ἐντελῆ ἐστι Thuc. 6, 45, ob Alles gut im Stande sei; τριήρεις πλόϊμοι καὶ ἐντελεῖς Aesch. 2, 175; μισϑός, voller Lohn, Thuc. 8, 35; Ar. Equ. 1367 u. A.; τάγματα, die vollzählig sind, Plut. Pomp. 11; – οἱ ἐντελεῖς, die in Amt u. Würde, die Angesehenen, D. Sic. exc. 599, 17, καὶ ἔνδοξοι Artemid. 2, 35. – Adv. ἐντελῶς, vollkommen, Pol. 10, 30, 3.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Τέλης — Τέλευς masc nom pl Τέλευς masc nom/voc pl Τέλης masc acc pl (attic epic doric) Τέλης masc nom/voc pl (doric aeolic) Τέλης masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τέλης — Κυνικός φιλόσοφος του 3ου αι. π.Χ. από τα Μέγαρα. Έγραψε: Περί του μη είναι τέλος ηδονήν, Περί αυτάρκειας, Περί φυγής, Περί πλούτου και αρετής, Περί περιστάσεων κ.ά. Τα αποσπάσματα των έργων του που σώθηκαν, εκδόθηκαν από τον Γερμανό ελληνιστή Ο …   Dictionary of Greek

  • τελῇς — τελέω fulfil pres subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέλης — τελέω fulfil imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τελέεσιν — Τέλης masc dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τελέεσσι — Τέλης masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τελέεσσιν — Τέλης masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τελῶν — Τέλης masc gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τέλεα — Τέλης masc acc sg (epic ionic) Τελέης masc voc sg Τελέης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τέλους — Τέλης masc gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευτελής — ές (ΑΜ εὐτελής, ές) 1. αυτός που έχει χαμηλή τιμή, φθηνός, προσιτός, οικονομικός, ολιγοδάπανος, ολιγοέξοδος 2. (συνεκδ. για καταστάσεις, ιδιότητες, ενέργειες, πράγματα) ανάξιος λόγου, αυτός που είναι κατώτερης ποιότητας, ο μειονεκτικός, ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”