- ἐν-τινάσσω
ἐν-τινάσσω, hinein-, daraufstoßen, -schlagen; δοκόν D. L. 6, 42; a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐν-τινάσσω, hinein-, daraufstoßen, -schlagen; δοκόν D. L. 6, 42; a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τινάσσω — shake pres subj act 1st sg τινάσσω shake pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τινάσσω — ΝΑ βλ. τινάζω … Dictionary of Greek
τινάζω — τινάσσω, Ν ΜΑ, και λόγιος τ. τινάσσω Ν 1. κινώ κάτι με μεγάλη δύναμη, κλονίζω, τραντάζω (α. «νεραντζούλα φουντωμένη, πού ναι τ άνθη σου, φύσηξε βοριάς κι αέρας και τά τίναξε», δημ. τραγούδι β. «αὐτὰρ ἔνερθε Ποσειδάων ἐτίναξε γαῑαν ἀπειρεσίην», Ομ … Dictionary of Greek
τινάξει — τινάσσω shake aor subj act 3rd sg (epic) τινάσσω shake fut ind mid 2nd sg τινάσσω shake fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τινάξω — τινάσσω shake aor subj act 1st sg τινάσσω shake fut ind act 1st sg τινάσσω shake aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τινάξῃ — τινάσσω shake aor subj mid 2nd sg τινάσσω shake aor subj act 3rd sg τινάσσω shake fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τινάσσῃ — τινάσσω shake pres subj mp 2nd sg τινάσσω shake pres ind mp 2nd sg τινάσσω shake pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετιναγμένων — τινάσσω shake perf part mp fem gen pl τινάσσω shake perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιναγέντα — τινάσσω shake aor part pass neut nom/voc/acc pl τινάσσω shake aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιναξαμένων — τινάσσω shake aor part mid fem gen pl τινάσσω shake aor part mid masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιναξάντων — τινάσσω shake aor part act masc/neut gen pl τινάσσω shake aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)