- ἐν-τιναγμός
ἐν-τιναγμός, ὁ, das Daraufstoßen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐν-τιναγμός, ὁ, das Daraufstoßen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τιναγμός — shaking masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιναγμός — ο, ΝΑ [τινάσσω] 1. βίαιη και απότομη κίνηση, τίναγμα 2. διάσειση, τράνταγμα δένδρου για την κατάρριψη καρπών 3. φρ. «κέντρο τιναγμού» φυσ. σημείο ενός στερεού σώματος που μπορεί να στρέφεται ελεύθερα γύρω από σταθερό άξονα και το οποίο είναι… … Dictionary of Greek
τιναγμοῖς — τιναγμός shaking masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιναγμοῦ — τιναγμός shaking masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιναγμῷ — τιναγμός shaking masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιναγμόν — τιναγμός shaking masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακινάκης — Κατά την αρχαιότητα, μικρό και πλατύ ξίφος που χρησιμοποιούσαν οι Πέρσες και άλλοι ανατολικοί λαοί. Μαζί με τη λαβή, είχε μήκος σχεδόν μισό μέτρο και το κρεμούσαν σε θήκη, κατά μήκος του δεξιού μηρού. Οι βασιλιάδες κοσμούσαν το ξίφος αυτό με… … Dictionary of Greek
γυροβολιά — η [γυροβολώ] 1. πορεία με περιστροφές 2. τρέξιμο σε κυκλικό στίβο 3. περιστροφική κίνηση τού χορευτή ενώ στηρίζεται όρθιος στο άκρο τού ενός ποδιού 4. κύκλος που συντελείται από την αλυσίδα τών χορευτών 5. τιναγμός τού αντιπάλου στην πάλη, ώστε… … Dictionary of Greek