ἐν-τεκταίνομαι

ἐν-τεκταίνομαι

ἐν-τεκταίνομαι, med., darin erbauen, πύργους Ios.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τεκταίνομαι — ΝΜΑ, και ενεργ. τ. τεκταίνω ΜΑ [τέκτων, ονος] σχεδιάζω, επινοώ κακόβουλα, μηχανορραφώ, βυσσοδομώ (α. «δεν είχε υποψιαστεί τα όσα τεκταίνονταν» β. «ἐτεκταίνετο στάσιν») μσν. αρχ. ενεργ. τεκταίνω α) φιλοτεχνώ, κατασκευάζω με τέχνη (α. «κιβώτιον… …   Dictionary of Greek

  • τεκταινομένων — τεκταίνομαι frame pres part mp fem gen pl τεκταίνομαι frame pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεκταινέσθων — τεκταίνομαι frame pres imperat mp 3rd pl τεκταίνομαι frame pres imperat mp 3rd dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεκταινόμενον — τεκταίνομαι frame pres part mp masc acc sg τεκταίνομαι frame pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεκταινόντων — τεκταίνομαι frame pres part act masc/neut gen pl τεκταίνομαι frame pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεκταῖνον — τεκταίνομαι frame pres part act masc voc sg τεκταίνομαι frame pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεκταίνει — τεκταίνομαι frame pres ind act 3rd sg τεκταίνομαι frame pres ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεκταίνοντα — τεκταίνομαι frame pres part act neut nom/voc/acc pl τεκταίνομαι frame pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεκταίνοντι — τεκταίνομαι frame pres part act masc/neut dat sg τεκταίνομαι frame pres ind act 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεκταίνουσι — τεκταίνομαι frame pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) τεκταίνομαι frame pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεκταίνουσιν — τεκταίνομαι frame pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) τεκταίνομαι frame pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”