- πιστό-φρων
πιστό-φρων, ον, treugesinnt, Maneth. 4, 580.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πιστό-φρων, ον, treugesinnt, Maneth. 4, 580.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακόφρων — κακόφρων, ον (AM) 1. αυτός που έχει κακό φρόνημα, κακές διαθέσεις, ο δυσμενὴς («κακόφρων μέριμνα», Αισχύλ.) 2. άφρων, απερίσκεπτος («κακόφρων τ ἀνδρῶν παράνοια», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. ηδύ φρων, πιστό… … Dictionary of Greek
κερδαλεόφρων — κερδαλεόφρων, ον (Α) 1. αυτός που επιθυμεί, που επιζητεί με κάθε τρόπο το κέρδος 2. πανούργος, δόλιος, πολυμήχανος («καὶ σὺ κακοῑσι δόλοισι κεκασμένε, κερδαλεόφρον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κερδαλέος + φρων (< φρήν), πρβλ. ολβιό φρων, πιστό… … Dictionary of Greek