πιστότης

πιστότης

πιστότης, ητος, ἡ, Treue, Redlichkeit, Glaubwürdigkeit; Theogn. bei Plat. Legg. I, 630 c; Her. 7, 52; Andoc. 1, 25; Xen. Hell. 4, 8, 4 u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πιστότης — good faith fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιστότητα — πιστότης good faith fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιστότητι — πιστότης good faith fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιστότητος — πιστότης good faith fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιστότητα — η / πιστότης, ητος, ΝΑ [πιστός (Ι)] η ιδιότητα τού πιστού, το να είναι κανείς πιστός, άξιος εμπιστοσύνης νεοελλ. 1. ακρίβεια, γνησιότητα («η πιστότητα τής μετάφρασης») 2. μετρολ. προσόν ενός οργάνου μετρήσεων το οποίο χαρακτηρίζεται από το… …   Dictionary of Greek

  • ՀԱՒԱՏԱՐՄՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0078 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c գ. πιστότης fidelitas. Հաւատարիմ գոլն. մտերմութիւն. անկեղծութիւն. *Ոչ արար ուղղութիւն հաւատարմութեամբ. ՟Դ. Թագ. ՟Ժ՟Զ. 2: *Ստուգէր նմա զիւր հաւատարմութիւն. Եղիշ. ՟Դ:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”