ἐν-ταφιάζω, den Todten bestatten, einbalsamiren; Ep. ad. 26 (XI, 125); Plut. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταφιάζω — Ν [ταφή] ενταφιάζω … Dictionary of Greek
ταφιασμός — ὁ, Α ενταφιασμός, ταφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταφή, μέσω ενός αμάρτυρου στην Αρχαία ρ. *ταφιάζω] … Dictionary of Greek