- ἐν-ταφιασμός
ἐν-ταφιασμός, ὁ, das Bestatten; Schol. Eur. Phoen. 1654; Einbalsamiren, N. T. Bei Suid. auch ἡ ἐνταφίασις
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐν-ταφιασμός, ὁ, das Bestatten; Schol. Eur. Phoen. 1654; Einbalsamiren, N. T. Bei Suid. auch ἡ ἐνταφίασις
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταφιασμός — ὁ, Α ενταφιασμός, ταφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταφή, μέσω ενός αμάρτυρου στην Αρχαία ρ. *ταφιάζω] … Dictionary of Greek