- ἐντόσθια
ἐντόσθια, τά, das Innere, das Eingeweide, Tim. Locr. 100 b u. Sp., wie Luc. Navig. 27. Nach E. M. auch ἐνδόσϑια geschrieben.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐντόσθια, τά, das Innere, das Eingeweide, Tim. Locr. 100 b u. Sp., wie Luc. Navig. 27. Nach E. M. auch ἐνδόσϑια geschrieben.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐντόσθια — intestinal neut nom/voc/acc pl ἐντόσθιος intestinal neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εντόσθια — τα βλ. εντόσθιος … Dictionary of Greek
εντόσθια — τα τα σπλάχνα ανθρώπου ή ζώου, που είναι στην κοιλιακή κοιλότητα, τα σωθικά, τα τζιέρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐντοσθίοις — ἐντόσθια intestinal neut dat pl ἐντόσθιος intestinal masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντοσθίων — ἐντόσθια intestinal neut gen pl ἐντόσθιος intestinal masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εντόσθιος — (AM ἐντόσθιος, ον) (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εντόσθια 1. τα σπλάγχνα που βρίσκονται μέσα στην κοιλιακή κοιλότητα τού ανθρώπου ή τών ζώων, σωθικά 2. (ειδ.) τα σπλάγχνα αρνιού ή η κοιλιά, το συκώτι και η καρδιά τών πουλιών που τρώγονται 3. μτφ. τα … Dictionary of Greek
κοιλήπατα — κοιλήπατα, τὰ (Α) εντόσθια όρνιθας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλ ία + ἤπατα «εντόσθια», πληθ. τού ἦπαρ] … Dictionary of Greek
μίμαρκυς — μίμαρκυς, άρκυος, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κοιλία καὶ ἔντερα τοῡ ἱερείου μεθ αἵματος σκευαζόμενα, μάλιστα δὲ ἐπὶ λαγῶν, ὁτὲ δὲ καὶ ἐπὶ ὑός». [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης ετυμολ., πιθ. σχηματισμένη με διπλασιασμό. Κατά μία άποψη, η λ. έχει ινδοευρωπαϊκή… … Dictionary of Greek
σ(υ)κωταριά — η το συκώτι ενός ζώου μαζί με τα άλλα εντόσθια. σκωταριά η σκωταριά, η και συκωταριά, η τα εντόσθια του ζώου: Κράτησαν τη σκωταριά του αρνιού για να φτιάξουν κοκορέτσι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άλιξ — ἄλιξ ( ικος), ο (Α) 1. χόνδρος από ρυζάλευρο 2. ζωμός ψαριού, ψαρόσουπα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογικής προελεύσεως. Πιθανότερη θεωρείται η ετυμολογική σύνδεση τής λ. με το ρ. ἀλῶ ( έω) «αλέθω». Ο σχηματισμός τού τ. ἄλιξ πιθ. να οφείλεται σε… … Dictionary of Greek
άντερο — το 1. το έντερο* 2. στον πληθ. τα άντερα γενικά τα εντόσθια, τα σπλάχνα 3. φρ. «στριμμένο άντερο» ο δύστροπος «μου γυρίζουν τ άντερα» αισθάνομαι αηδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. άντερον, με προληπτική ανομοίωση του ε σε α ή παρετυμολογική σύνδεση προς… … Dictionary of Greek