ἐντός

ἐντός

ἐντός (ἐν), drinnen, innerhalb; ἐντὸς ἐέργειν, einschließen, Il. 2, 845 u. öfter; ϑύραι δόμον ἐντὸς ἔεργον Od. 7, 88; τἠνδε δίκην πόλις ἐντὸς ἐέργει Hes. O. 267; τρομέοντο δέ οἱ φρένες ἐντός Il. 10, 10; ἐντὸς δὲ καρδία στένει Aesch. Spt. 951; mit dem gen., der häufig voransteht, τείχεος ἐντὸς κεῖτο, auch ἰόντες, Il. 12, 380. 374; πῶς γάρ σ' ἔϑρεψεν ἐντὸς ζώνης; Aesch. Eum. 607; πέπλων ἐντός Eur. Hec. 1013; ἐντὸς ἢ ἔξωϑεν δόμων Med. 353, wie öfter ἐντὸς πύργων, δόμων. Auch bei Verbis der Bewegung, Troad. 12. In Prosa überall, dem ἔξωϑεν entgeggstzt; Thuc. 7, 36; μήτε ἐντὸς εἶναί τινος μήτε ἔξω Plat. Parm. 138 e; οὐδ' ἐντὸς πολλοῠ πλησιάζειν, auch nicht von fern, Conv. 195 b; ἐντὸς πολλοῦ χωρίου οὐκ ἦν τῆς πόλεως πελάσαι Thuc. 2, 77; ἐντὸς βελῶν, innerhalb der Schußweite, Xen. Cyr. 1, 4, 23, wie ἐντὸς τοξεύματος Eur. Herc. Fur. 991, im Bereich des Geschosses; übertr., ἐντὸς φιλήματος Plut. Ages. 11; vgl. Luc. Alex. 41; ἐντὸς τείχους μάχεσϑαι Isocr. 4, 116; ἐντὸς ὅρων Ἑρακλείων Plat. Tim. 25 c; ἡ ἐντὸς στηλῶν ϑάλασσα od. einfach ἡ ἐντὸς ϑάλασσα, das mittelländische Meer, Plut. u. A. – Von der Zeit, ἐντὸς οὐ πολλοῦ χρόνου Antiph. 5, 69; τῆς ἡλικίας Lys. 2, 50; Plat. Tim. 18 d; ἐντὸς εἴκοσιν ἡμερῶν, innerhalb einer Zeit von 20 Tagen, Thuc. 4, 39. Von der Zahl, ὅσα ἐντὸς δραχμῶν πεντήκοντα, unter 50 Drachmen, Plat. Legg. XII, 953 b; vgl. Xen. Hell. 2, 3, 19, unter der Zahl; ἐντὸς ἑξήκοντα ἐτῶν γεγονυῖα, unter sechszig Jahren, Dem. 43, 62, im Gesetz. – Von der Verwandtschaft, οἱ ἐντὸς ἀνεψιότητος, die Vettern, Plat. Legg. IX, 871 b; näher in der Verwandtschaft als die Vettern, Dem. 43, 57; ἐντὸς ἀνεψιαδῶν ibd. 62, im Gesetz. – Ἐντὸς ποιεῖν, hineinschaffen, Thuc. 7, 5 u. öfter; ἐντὸς πλαισίου ποιησάμενοι Xen. An. 7, 8, 16; ἐντὸς γίγνεσϑαι, hineinkommen; oft übertr.; ἐντὸς ἐμαυτοῠ, bei mir, bei Sinnen, Her. 7, 47; ἐντὸς ἑαυτοῠ γίγνεσϑαι, in sich gehen, 1, 119; ἐντὸς ὤν, bei Sinnen seiend, Dem. 34, 49 u. öfter; ἐντὸς λογισμῶν εἶναι, bei Verstande sein, Plut. Alex. 32; ἐντὸς μανίας, μέϑης, rasend, betrunken sein, Hippocr. u. Sp. – Ἐντὸς τὴν χεῖρα ἔχειν Aesch. 1, 25, Xen. vollständiger ἐντὸς τοῠ ἱματίου τὰ χεῖρε ἔχειν, Lacon. 3, 4; – ἐντὸς τῶν ἑαυτῶν μητέρων τρέφεσϑαι, im Hause bei den Müttern, Plat. Legg. VII, 789 a. – Diesseits, Il. 2, 845; τοῠ πόντου, τοῠ ποταμοῦ, Her. 4, 46. 1, 6; Thuc. 2, 96; Xen. An. 7, 3, 7; Plut. Alex. 30. – Mit dem Artikel, τὸ ἐντός, das Innere, εἰς τὸ ἐντὸς τῆς ψυχῆς Plat. Rep. III, 401 d; τὰ ἐντὸς τοῠ σώματος Prot. 334 c; ἐκ τοῠ ἐντός Thuc. 2, 76.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • έντος — ἔντος, το (Α) (ο εν. σπάνιος συνήθης ο πληθ. ἔντεα και ἔντη, τα) 1. οπλισμός, όπλο (επιθετικό ή αμυντικό π.χ. δόρυ, ξίφος, ασπίδα, θώρακας κ.λπ.) («ἀσπίδι... ἥν παρὰ θάμνον ἔντος ἀμώμητον κάλλιπον» την ασπίδα, το ασύγκριτο όπλο μου, που τό… …   Dictionary of Greek

  • ἐντός — within indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εντός — (AM ἐντός) (επίρρ. και πρόθ.) 1. μέσα («τοὺς δὲ σκευοφόρους... ἐντὸς εἶχον οἱ ὁπλῑται», Θουκ.) 2. απ αυτή την πλευρά, εντεύθεν, από τη δική του μεριά («ἐντὸς Ἅλυος ποταμού», Θουκ.) 3. (για χρόνο) μέσα σ ένα ορισμένο χρονικό διάστημα («ἐντὸς… …   Dictionary of Greek

  • εντός — επίρρ. τοπ. και πρόθ. 1. (ως επίρρ.), μέσα, στο εσωτερικό: Δεν υπάρχει τίποτε εντός. 2. ως πρόθ. (με γεν.), δηλώνει περιορισμό σε τοπικά ή χρονικά όρια: Άλλαξεν εντός μου ο ρυθμός του κόσμου (Γ. Βιζυηνός). – Εντός δύο ωρών. 3. (με το άρθρ.) οι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἔντος — ἔντεα fighting gear neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕντος — ἵημι Ja c io aor part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'ντός — ἐντός , ἐντός within indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὑντός — ἐντός , ἐντός within indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοὐντός — ἐντός , ἐντός within indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀντός — ἐντός , ἐντός within indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σιμόεις — εντος, και Σιμοῡς, οῡντος, ὁ, Α ποταμός τής Τρωάδος τής Μικράς Ασίας, που αναφέρεται πολύ συχνά στην Ιλιάδα τού Ομήρου, ιδίως στις αφηγήσεις μαχών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη ότι η λ. συνδέεται με σιμός* δεν θεωρείται πιθανή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”