ἐν-τρίχωμα

ἐν-τρίχωμα

ἐν-τρίχωμα, τό, der behaarte Rand der Augenlider, Poll. 2, 69. – Ein Haarsieb, Plut. Qu. nat. 3.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τρίχωμα — a growth of hair neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίχωμα — το, ατος το σύνολο των τριχών που καλύπτουν το σώμα ή μέρος του σώματος ανθρώπου, ζώου, ή φυτού: Το τρίχωμα της γάτας. – Το τρίχωμα της μασχάλης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρίχωμα — ώματος, το, ΝΜΑ [τριχῶ] το σύνολο τών τριχών που καλύπτουν το σώμα τού ανθρώπου ή ενός ζώου ή τον κορμό ενός φυτού μσν. (για προσόψια) η πυκνή και συνεστραμμένη ύφανση …   Dictionary of Greek

  • τριχωμάτων — τρίχωμα a growth of hair neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριχώμασι — τρίχωμα a growth of hair neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριχώμασιν — τρίχωμα a growth of hair neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριχώματα — τρίχωμα a growth of hair neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριχώματι — τρίχωμα a growth of hair neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριχώματος — τρίχωμα a growth of hair neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάτα — Κοινή ονομασία μικρού σαρκοφάγου ζώου της οικογένειας των αιλουροειδών. Η άγρια γ. (γαλή η αγρίαδασόβια) είναι μεγαλύτερη από την οικιακή (γαλή η οικοδίαιτη) και μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 120 εκ., από τα οποία τα 35 εκ. ανήκουν στην ουρά. Η… …   Dictionary of Greek

  • λεμούριοι — Κοινή ονομασία της υπόταξης των προπιθήκων, της τάξης των πρωτευόντων. Η ονομασία της επιστημονικής κατάταξής τους οφείλεται στο γεγονός ότι, μολονότι φέρουν χαρακτηριστικά όμοια με των πιθήκων, εξελίχθηκαν λιγότερο από τους τελευταίους, τόσο από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”