ἐν-τρίχωσις

ἐν-τρίχωσις

ἐν-τρίχωσις, ἡ, = βλεφαρίς, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τρίχωσις — a being hairy fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριχώσει — τρίχωσις a being hairy fem nom/voc/acc dual (attic epic) τριχώσεϊ , τρίχωσις a being hairy fem dat sg (epic) τρίχωσις a being hairy fem dat sg (attic ionic) τριχόομαι fut ind mp 2nd sg τριχόω furnish aor subj act 3rd sg (epic) τριχόω furnish fut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριχώσεις — τρίχωσις a being hairy fem nom/voc pl (attic epic) τρίχωσις a being hairy fem nom/acc pl (attic) τριχόω furnish aor subj act 2nd sg (epic) τριχόω furnish fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριχώσης — τρίχωσις a being hairy fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριχώσιος — τρίχωσις a being hairy fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίχωσιν — τρίχωσις a being hairy fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίχωση — η / τρίχωσις, ώσεως, ΝΜΑ [τριχῶ] 1. έκφυση τριχών, τριχοφυΐα 2. τρίχωμα νεοελλ. ιατρ. η παρά φύσιν έκφυση τριχών στον βλεννογόνο τής ουρήθρας ή τής κύστης μσν. αρχ. νόσος που προσβάλλει τα βλέφαρα, τριχίαση αρχ. κόμμωση …   Dictionary of Greek

  • υπερτρίχωση — η, Ν ιατρ. σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από υπερβολική ανάπτυξη τού αριθμού και τού όγκου τών τριχών τού σώματος και τού τριχωτού τής κεφαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hypertrichosis < υπερ * + τρίχωσις «τριχοφυΐα»] …   Dictionary of Greek

  • υποτρίχωση — η, Ν ιατρ. τοπική ή γενική ελαττωμένη ανάπτυξη τών τριχών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hypotrichosis < υπ(ο) * + τρίχωσις «τρίχωμα, τριχοφυΐα»] …   Dictionary of Greek

  • τριχώσεως — τριχώσεω̆ς , τρίχωσις a being hairy fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”