ἐν-τροπίας

ἐν-τροπίας

ἐν-τροπίας, ὁ, = τροπίας, oft v. l. für ἐκτροπίας.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τροπίας — τροπίᾱς , τροπίας turned masc acc pl τροπίᾱς , τροπίας turned masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροπίας — ὁ, Α (ενν. οἶνος) κομμένο, χαλασμένο κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα τροπ τής ρίζας τού τρέπω* + κατάλ. ίας (πρβλ. ὀμφακ ίας] …   Dictionary of Greek

  • τροπίαν — τροπίᾱν , τροπίας turned masc acc sg (attic epic doric aeolic) τροπίας turned masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • VAPPA — apud Martialem, l. 12. Epigr. 48. v. 13. Imputet ipse Deus nectar mihi, fiet acetum, Et Vaticani perfida vappa cadi: vinum fugiens aut faex vini est, ex Aeolico βάππα pro βάμμα Salmas. Not. ad Tertullian. de Pallio. Cum epithero nobilis, vinum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • τάργανον — (I) τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Λυδούς) όξος, ξίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. με επίθημα ανον (πρβλ. ξό ανον). Η σύνδεση τής λ. τόσο με τον τ. στεργάνος «κοπρώνας» όσο και με τη λ. τρύξ «νέο κρασί» δεν είναι ικανοποιητική ούτε από …   Dictionary of Greek

  • τρέπω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράπω Α 1. κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί, να αλλάξει κατεύθυνση ή στάση (α. «οι κακές παρέες τόν έτρεψαν στο κακό» β. «πρὸς εὐφροσύναν τρέψαι... ἦτορ», Πίνδ. γ. «τήνδε... τὴν ὁδὸν ἀναγκαιοτάτην ἡμῑν εἶναι τρέπεσθαι», Πλάτ.) 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”