ἐν-τροπία

ἐν-τροπία

ἐν-τροπία, ἡ, = ἐντροπή, Hippocr.; – δόλιαι ἐντροπίαι H. h. Merc. 245, listige Wendungen, Ränke u. Schliche.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τροπίας — τροπίᾱς , τροπίας turned masc acc pl τροπίᾱς , τροπίας turned masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροπίαν — τροπίᾱν , τροπίας turned masc acc sg (attic epic doric aeolic) τροπίας turned masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηλεκτροτροπία — η ο ηλεκτροτοπισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεκτρο * + τροπια (< τροπος < τρόπος), πρβλ. ιδιο τροπία, μετα τροπία] …   Dictionary of Greek

  • μοχθηροτροπία — μοχθηροτροπία, ἡ (Μ) μοχθηρός τρόπος, φαυλότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοχθηρός + τροπία (< τρόπος < τρέπω), πρβλ. δυσ τροπία] …   Dictionary of Greek

  • ορθοτροπία — η (Μ ὀρθοτροπία) νεοελλ. ο ορθοτροπισμός μσν. ο ευθύς χαρακτήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + τροπία (< τροπος < τρόπος), πρβλ. κακο τροπία] …   Dictionary of Greek

  • αλλοτροπία — Ιδιότητα που έχουν ορισμένες ουσίες να παρουσιάζονται με διάφορες μορφές ανάλογα με τις συνθήκες θερμοκρασίας ή πίεσης στις οποίες βρίσκονται. Οι μορφές αυτές παρουσιάζουν διαφορετική φυσική και χημική συμπεριφορά, σε ειδικές όμως περιπτώσεις… …   Dictionary of Greek

  • ημιτροπία — Φαινόμενο δίδυμου σχηματισμού κρυσταλλικών μορφών, κατά το οποίο δύο όμοιοι κρύσταλλοι είναι έτσι ενωμένοι, ώστε ο ένας να έχει στραφεί ως προς τον άλλο κατά 180°, δηλαδή κατά μισή στροφή. Ο άξονας γύρω από τον οποίο γίνεται η περιστροφή λέγεται… …   Dictionary of Greek

  • μορφοτροπία — η (κρυσταλλ.) φαινόμενο το οποίο αποκαλύπτει ορισμένες αναλογίες σε μια ή περισσότερες κρυσταλλικές παραμέτρους ουσιών με διαφορετική χημική σύσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. morphotropie (< μορφή + τροπία < τρόπος < τρέπω)] …   Dictionary of Greek

  • νοοτροπία — η ο ιδιαίτερος τρόπος σκέψης ενός ατόμου ή μιας ομάδας ατόμων («δεν μπορώ να καταλάβω τη νοοτροπία του»). [ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + τροπία (< τρόπος), απόδοση τού γαλλ. mentalite] …   Dictionary of Greek

  • παλιντροπία — παλιντροπία, ἡ (Α) 1. η περιστροφή 2. στον πληθ. αἱ παλιντροπίαι α) μεταβολές τής γνώμης β) μεταβολές τής τύχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + τροπία (< τρέπω), πρβλ. μετα τροπίαι] …   Dictionary of Greek

  • πλειοτροπία — η, Ν (θιολ.) τύπος κληρονομικότητας κατά τον οποίο ένα μόνο γονίδιο πλειοτροπικό δρα σε πολλούς ιστούς ή σε πολλά όργανα και καθορίζει ποικίλους χαρακτήρες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pleiotropy (< πλεῖον, ουδ. τού πλείων + τροπία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”