- πισσήεις
πισσήεις, εσσα, εν, pechig, nach Pech riechend, schmeckend; auch = πίσσινος, Sp.; Nic. Th. 716, pechschwarz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πισσήεις, εσσα, εν, pechig, nach Pech riechend, schmeckend; auch = πίσσινος, Sp.; Nic. Th. 716, pechschwarz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πισσήεις — εσσα, εν, Α αυτός που είναι γεμάτος πίσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + κατάλ. ήεις (πρβλ. τολμ ήεις)] … Dictionary of Greek
πισσήεντα — πισσήεις of pitch neut nom/voc/acc pl πισσήεις of pitch masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πισσήρης — ῆρες, Α (ποιητ. τ.) 1. πισσήεις* 2. πισσοκώνητος* 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ πισσήρης (ενν. κηρωτή) έμπλαστρο με πίσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + κατάλ. ήρης* (Ι) (< ἀραρίσκω «συνδέω») με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. ξιφ ήρης)] … Dictionary of Greek
πισσηρός — ά και ιων. τ. πισσηρή, όν, Α 1. αυτός που έχει κατασκευαστεί από πίσσα ή που είναι γεμάτος πίσσα, πισσήεις* 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ πισσηρά (ενν. κηρωτή) αλοιφή παρασκευασμένη από πίσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + κατάλ. ηρός (πρβλ. νοσ ηρός)] … Dictionary of Greek