- πισσήρης
πισσήρης, ες, = πισσήεις, Aesch. Ch. 266; Ath. XII, 524 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πισσήρης, ες, = πισσήεις, Aesch. Ch. 266; Ath. XII, 524 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πισσήρης — ῆρες, Α (ποιητ. τ.) 1. πισσήεις* 2. πισσοκώνητος* 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ πισσήρης (ενν. κηρωτή) έμπλαστρο με πίσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + κατάλ. ήρης* (Ι) (< ἀραρίσκω «συνδέω») με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. ξιφ ήρης)] … Dictionary of Greek
πισσήρει — πισσήρης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) πισσήρης masc/fem/neut dat sg πισσήρεϊ , πισσήρης dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρης — (I) < ΙE *ar «ταιριάζω, συνδέω», (απ όπου το αραρίσκω* «συνδέω, ταιριάζω εφοδιάζω»), με έκταση (λόγω τής συνθέσεως). Την ίδια σημασία («εφοδιασμένος με, έχων...») έχει και το ήρης (πρβλ. ξιφ ήρης, χαλκ ήρης, κ.ά.), ενώ λειτουργεί ως απλό… … Dictionary of Greek