ἐμ-πῡτιάζω, die Milch worin (durch Lab) gerinnen lassen; pass. gerinnen, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυτιάζω — ΝΜ [πυτία] 1. πήζω γάλα με πυτιά 2. ρίχνω πυτιά μέσα σε γάλα για την παρασκευή τυριού … Dictionary of Greek
εμπυτιάζω — και πυτιάζω (Α ἐμπυτιάζω) πήζω γάλα με πυτιά, ρίχνω πυτιά μέσα στο γάλα για να παρασκευάσω τυρί ή γιαούρτι, πήζω … Dictionary of Greek