- ἐμ-πίφρημι
ἐμ-πίφρημι, v. l. für εἰςπίφρημι, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐμ-πίφρημι, v. l. für εἰςπίφρημι, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πίφρημι — Α (αμάρτυρος τ. ενεστ.) 1. (μτβ.) εισάγω ή εξάγω κάτι 2. (αμτβ.) εισέρχομαι ή εξέρχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. απαντά συνήθως στον αόρ. και μέλλ., σπανίως στον ενεστ. (πρβλ. απρμφ. πιφράναι, ἐσ πιφράναι) και πάντοτε σύνθ. με προθέσεις: εἰς, ἐκ, διά, ἀπὸ … Dictionary of Greek
προσφρέω — Α πορεύομαι προς... [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + φρέω, αμάρτυρος τ. ενεστ. που απαντά μόνο «εν συνθέσει» (πρβλ. εἰσ φρέω, ἐκ φρέω), βλ. λ. πίφρημι] … Dictionary of Greek
φρέω — Α (μόνον σύνθ. με τις προθέσεις εἰς, ἐκ, διά) άγω, οδηγώ, φέρω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πίφρημι] … Dictionary of Greek