- ἐμ-πίτνω
ἐμ-πίτνω (richtiger als ἐμπιτνέω, vgl. πίτνω), = ἐμπίπτω; δαῖμον ἐμπίτνεις δώμασι Aesch. Ag. 1447. 1148; Soph. Ai. 58, vom feindlichen Anfallen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐμ-πίτνω (richtiger als ἐμπιτνέω, vgl. πίτνω), = ἐμπίπτω; δαῖμον ἐμπίτνεις δώμασι Aesch. Ag. 1447. 1148; Soph. Ai. 58, vom feindlichen Anfallen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πίτνω — (I) Α (δ.τ.) πίτνημι*. [ΕΤΥΜΟΛ. θεματική μορφή τού αθέματου ενεστ. πίτνημι*]. (II) Α (ποιητ. τ.) πίπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο θεματικός ενεστ. πίτνω έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα πτ τής ρίζας *pet τού πίπτω* με φωνήεν στήριξης ι (πρβλ. κίρ… … Dictionary of Greek
πιτνῶ — πίτνημι fly pres subj act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίτνω — πίπτω Exc. ex libris Herodiani pres subj act 1st sg πίπτω Exc. ex libris Herodiani pres ind act 1st sg πίτνημι fly pres imperat mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφιπίπτω — ἀμφιπίπτω (και ποιητ. πίτνω) (Α) 1. ορμώ και αγκαλιάζω κάποιον θερμά 2. ασπάζομαι, χαιρετίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + πίπτω] … Dictionary of Greek
παραπιτνώ — άω, Α (αντί παραπετάννυμι) κρεμώ κάτι ως παραπέτασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + πίτνω (Ι), δ. τ. τού πίτνημι, ποιητ. τ. τού πετάννυμι] … Dictionary of Greek
περιπίτνω — Α (ποιητ. τ.) περιπίπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πίτνω, ποιητ. τ. τού πίπτω] … Dictionary of Greek
προπίτνω — Α (ποιητ. τ.) πέφτω πρηνής. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πίτνω, ποιητ. τ. τού πίπτω] … Dictionary of Greek
προσπίτνω — Α (ποιητ. τ.) 1. πέφτω στην αγκαλιά κάποιου, τόν αγκαλιάζω 2. εισέρχομαι, παρουσιάζομαι, κυρίως στη σκηνή 3. (για πράγματα) πέφτω επάνω, επιπίπτω* («ἰοὶ προσπίπτοντες ὤλλυσαν», Αισχύλ.) 4. (για ψυχικά πάθη) επέρχομαι, συμβαίνω («τί σοι φρενῶν… … Dictionary of Greek
pet-1, pet-, petǝ- — pet 1, pet , petǝ English meaning: to open wide (the arms) Deutsche Übersetzung: “ausbreiten”, especially die Arme Material: Av. paϑana “wide, breit” (das ϑ after pǝrǝϑu ds.); Gk. Aor. πετάσσαι, πετάσαι, thereafter πετάννῡμι… … Proto-Indo-European etymological dictionary
pet-2, petǝ- : ptē-, ptō- (Gk. ptā-) — pet 2, petǝ : ptē , ptō (Gk. ptā ) English meaning: to fall; to fly Deutsche Übersetzung: “auf etwas los or niederstũrzen, fliegen, fallen” Material: O.Ind. pátati “flies, wirft sich, fällt” (= πέτομαι, Lat. petō, O.Welsh… … Proto-Indo-European etymological dictionary