ἐμ-πάλλω

ἐμ-πάλλω

ἐμ-πάλλω, hineinschwingen; αἶψα πυρῇ ἐνέπαλτο, sprang hinein, Qu. Sm. 10, 467; ἐνιπάλλομαι, Ap. Rh. 3, 756.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πάλλω — poise pres subj act 1st sg πάλλω poise pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάλλω — βλ. πίν. 233 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πάλλω — (ΑΜ πάλλω) 1. κάνω κάτι να κινείται παλινδρομικά και γρήγορα, κινώ κάτι παλμικά, σείω, κραδαίνω, δονώ (α. «πάλλω τη χορδή» β. «λόγχην πατρός... χερσὶ πάλλων», Ευρ.) 2. εκτελώ παλμική κίνηση, δονούμαι, κραδαίνομαι 3. μέσ. πάλλομαι κινούμαι ρυθμικά …   Dictionary of Greek

  • πάλλω — έπαλα 1. μτβ., σείω, δονώ, κουνώ δυνατά, κραδαίνω κάτι που κρατάω: Φώναζε και έπαλλε με οργή το ραβδί στο χέρι του. 2. αμτβ., κραδαίνομαι, δονούμαι, χτυπώ: Η καρδιά μου πάλλει κανονικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πάλλον — πάλλω poise pres part act masc voc sg πάλλω poise pres part act neut nom/voc/acc sg πάλλω poise imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) πάλλω poise imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάλλεσθε — πάλλω poise pres imperat mp 2nd pl πάλλω poise pres ind mp 2nd pl πάλλω poise imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάλλετε — πάλλω poise pres imperat act 2nd pl πάλλω poise pres ind act 2nd pl πάλλω poise imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάλω — πάλλω poise aor subj act 1st sg πά̱λω , πάλλω poise aor subj act 1st sg (doric) πά̱λω , πάλλω poise aor ind mid 2nd sg (doric) πάλος lot cast from a shaken helmet masc nom/voc/acc dual πάλος lot cast from a shaken helmet masc gen sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλεῖν — πάλλω poise aor inf act (attic epic doric) πάλλω poise fut inf act (attic epic doric) παλέω to be disabled pres inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλλομένων — πάλλω poise pres part mp fem gen pl πάλλω poise pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλλόμενον — πάλλω poise pres part mp masc acc sg πάλλω poise pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”