ἐμ-πάθεια

ἐμ-πάθεια

ἐμ-πάθεια, , heftige Leidenschaft, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεοπάθεια — θεοπάθεια, ἡ (AM) το να πάσχει, να υποφέρει ο θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πάθεια (< παθής < πάθος), πρβλ. ευ πάθεια, συμ πάθεια] …   Dictionary of Greek

  • θρησκοπάθεια — η η θρησκομανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρήσκος + πάθεια (< παθής < θ. παθ πρβλ. έ παθ ον τού πάσχω*), πρβλ. α πάθεια, ευ πάθεια] …   Dictionary of Greek

  • κενοπάθεια — κενοπάθεια, ἡ (Α) η ψευδής αίσθηση, το απατηλό, ψεύτικο αίσθημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + πάθεια (< παθής < πάσχω), πρβλ. κακο πάθεια, μετριο πάθεια] …   Dictionary of Greek

  • νεκροπάθεια — η (Α νεκροπάθεια ή νεκροπαθεία) νεοελλ. παθολογική διάθεση στην οποία παρατηρείται διαδοχική νέκρωση όλων ή τών περισσότερων οστών τού σώματος αρχ. η νέκρωση τών παθών. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)* + πάθεια (< παθής < πάθος), πρβλ. μεγαλο πάθεια …   Dictionary of Greek

  • φοβοπάθεια — η, Ν (ιατρ. ψυχ.) φοβία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φόβος + πάθεια (< παθής < πάθος), πρβλ. καρδιο πάθεια, νεφρο πάθεια] …   Dictionary of Greek

  • αμφιβληστροειδοπάθεια — η Ιατρ. μη φλεγμονώδης, εκφυλιστική νόσος τού αμφιβληστροειδούς χιτώνα τού ματιού, υπό τη στενότερη έννοια, χρησιμοποιείται συχνά ως όρος που περιλαμβάνει κάθε πάθηση τού αμφιβληστροειδούς, χωρίς διάκριση από την αμφιβληστροειδίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • ετεροπάθεια — η (Α ἑτεροπάθεια) νεοελλ. αλλοπάθεια, θεραπευτική αγωγή που συνίσταται στη χορήγηση φαρμάκων κατάλληλων να προκαλέσουν συμπτώματα αντίθετα από αυτά που επιδιώκουν να θεραπεύσουν αρχ. ο ερεθισμός από αντανάκλαση, αντανακλαστικός πόνος. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • μονοπάθεια — μονοπάθεια, ἡ (Α) ασθένεια που προσβάλλει ένα μόνο μέρος τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + πάθεια (< παθής < πάθος), πρβλ. δισκο πάθεια] …   Dictionary of Greek

  • οδοντοπάθεια — η νόσος ή φθορά τών δοντιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + πάθεια (< παθής < πάθος), πρβλ. καρδιο πάθεια] …   Dictionary of Greek

  • ορεσιπάθεια — η ιατρ. ειδική αδιαθεσία που γίνεται αισθητή κατά την ανάβαση σε όρη, οφείλεται στην ένδεια τού αέρα σε οξυγόνο και εκδηλώνεται με σημεία ανοξίας, όπως είναι ο ίλιγγος, η τάση λιποθυμίας, οι οπτικές και ακουστικές διαταραχές και η δυσανάλογη… …   Dictionary of Greek

  • προπάθεια — ἡ, ΜΑ το αρχικό στάδιο μιας παρόρμησης τής ψυχής αρχ. 1. προαίσθηση για κάτι 2. προκαταρκτικό σύμπτωμα νόσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πάθεια (< παθής < πάθος), πρβλ. συμ πάθεια] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”