- ἐμ-πάμων
ἐμ-πάμων, ον (s. πέπαμαι), im Besitz, wohlhabend, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐμ-πάμων, ον (s. πέπαμαι), im Besitz, wohlhabend, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εστιοπάμων — ἑστιοπάμων, ὁ (Α) (στους Δωριείς και στους Αιολείς) ο δεσπότης τής οικίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < εστία + πάμων (< πάμα «περιουσία») πρβλ. πολυ πάμων] … Dictionary of Greek
παμπάμων — παμπάμων, ον (Α) αυτός που κατέχει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + πάμων (< πᾶμα «κτήμα»), πρβλ. πολυ πάμων] … Dictionary of Greek
πολυπάμων — ον, Α πολυκτήμων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πάμων (< πᾶμα «κτήμα»), πρβλ. παμ πάμων] … Dictionary of Greek