- ἐμ-πορεῖον
ἐμ-πορεῖον, τό, v. l. für ἐμπόριον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐμ-πορεῖον, τό, v. l. für ἐμπόριον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πορεῖον — means of conveyance neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορείον — δωρ. και αιολ. τ. πορήϊον, τὸ, Α [πορεύω] 1. μέσο μεταφοράς, όχημα, («ὑπότροχα πορεῑα», Πολ.) 2. το χρηματικό ποσό που πληρώνει κανείς για να ταξιδεύσει με πλοίο, τα ναύλα 3. φορτίο … Dictionary of Greek
πορεῖα — πορεῖον means of conveyance neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορείοις — πορεῖον means of conveyance neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορείων — πορεῖον means of conveyance neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
LEGATUS — apud priscos Rom. is fuit, qui Ammiani Marcellini temporibus Comes dicebatur, et nostra aetate Locum tenens. Gall. Lieutenant, penes quem absente Imp. vel Duce. summa potestas erat. Hi inrer Comites Proconsulum et Propraetorum primum obtinuêre… … Hofmann J. Lexicon universale
οικοπορεία — οἰκοπορεῑα, τὰ (Α) (κατά το λεξ. Σούδα) «τὰ κατ οἰκίαν σκεύη». [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + πορεῖον < πορεύω / πορεύομαι < πόρος] … Dictionary of Greek
πορήϊον — τὸ, Α (δωρ. και αιολ. τ.) βλ. πορεῑον … Dictionary of Greek