- ἐμ-πορεία
ἐμ-πορεία, ἡ, der Handel, Euseb.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐμ-πορεία, ἡ, der Handel, Euseb.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πορεία — πορείᾱ , πορεία mode of walking fem nom/voc/acc dual πορείᾱ , πορεία mode of walking fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορείᾳ — πορείᾱͅ , πορεία mode of walking fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορειά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ.), στην πρώην επαρχία Καστοριάς του ομώνυμου νομού. * * * και ποριά, η, Ν 1. διάβαση, πέρασμα («στης Νερομάννας την ποριά ομορφονιά διαβαίνει», Κρυστ.) 2. το μέρος από το οποίο εισέρχεται κάποιος σε κήπο, αμπελώνα, κ … Dictionary of Greek
πορεία — η 1. περπάτημα, δρόμος. 2. εξέλιξη γεγονότων ή καταστάσεων: Η πορεία της ασθένειας. – H πορεία της δίκης κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πορεία — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ.), στην πρώην επαρχία Καστοριάς του ομώνυμου νομού. * * * η, ΝΜΑ [πορεύω] 1. βάδιση, περπάτημα όδευση 2. ο δρόμος ως αποτέλεσμα τής βάδισης τού πορευόμενου («τήν εἰς Πέρσας πορείαν», Ξεν.) 3. η διάβαση θαλάσσιου… … Dictionary of Greek
πορεῖα — πορεῖον means of conveyance neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορείας — πορείᾱς , πορεία mode of walking fem acc pl πορείᾱς , πορεία mode of walking fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορείαι — πορείᾱͅ , πορεία mode of walking fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορείαν — πορείᾱν , πορεία mode of walking fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορειῶν — πορεία mode of walking fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορεῖαι — πορεία mode of walking fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)