- ἐμ-παλάσσω
ἐμ-παλάσσω, darin, damit verwickeln; ἐν ἕρκεσι ἐμπαλασσόμενοι, darin verwickelt, Her. 7, 85; vgl. Thuc. 7, 84 (Schol. ἐμπλεκόμενοι); Ael. H. A. 15, 1 τῷ ἀγκίστρῳ, vom Fisch.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐμ-παλάσσω, darin, damit verwickeln; ἐν ἕρκεσι ἐμπαλασσόμενοι, darin verwickelt, Her. 7, 85; vgl. Thuc. 7, 84 (Schol. ἐμπλεκόμενοι); Ael. H. A. 15, 1 τῷ ἀγκίστρῳ, vom Fisch.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλάσσω — besprinkle pres subj act 1st sg παλάσσω besprinkle pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλάσσω — (I) παλάσσω (Α) καθιστώ κάτι μιαρό, ακάθαρτο με ραντισμό («παλάσσετο δ αἵματι θώρηξ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ., άγνωστης ετυμολ., που εμφανίζει επίθημα άσσω (πρβλ. αιμ άσσω, λαιμ άσσω, σταλ άσσω). Η σύνδεση τού ρ. παλάσσω (Ι) τόσο με τις… … Dictionary of Greek
πεπαλαγμένα — παλάσσω besprinkle perf part mp neut nom/voc/acc pl πεπαλαγμένᾱ , παλάσσω besprinkle perf part mp fem nom/voc/acc dual πεπαλαγμένᾱ , παλάσσω besprinkle perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπάλαχθε — παλάσσω besprinkle perf imperat mp 2nd pl παλάσσω besprinkle perf ind mp 2nd pl παλάσσω besprinkle plup ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλάξαι — παλάσσω besprinkle aor inf act παλάξαῑ , παλάσσω besprinkle aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλάττω — παλάσσω besprinkle pres subj act 1st sg (attic) παλάσσω besprinkle pres ind act 1st sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπαλαγμέναι — παλάσσω besprinkle perf part mp fem nom/voc pl πεπαλαγμένᾱͅ , παλάσσω besprinkle perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπαλαγμένον — παλάσσω besprinkle perf part mp masc acc sg παλάσσω besprinkle perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπάλασθε — παλάσσω besprinkle perf imperat mp 2nd pl παλάσσω besprinkle perf ind mp 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαξέμεν — παλάσσω besprinkle fut inf act (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλάξειν — παλάσσω besprinkle fut inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)