- ἐμ-παιᾱνίζω
ἐμ-παιᾱνίζω, dabei einen Päan singen?
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐμ-παιᾱνίζω, dabei einen Päan singen?
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παιανίζω — παιανίζω, παιάνισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παιανίζω — παιᾱνίζω , παιανίζω pres subj act 1st sg παιᾱνίζω , παιανίζω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιανίζω — (Α παιανίζω) [παιάν] νεοελλ. (για ορχήστρα) εκτελώ μουσική σύνθεση, ιδίως ύμνους ή εμβατήρια αρχ. ψάλλω ύμνο προς τον Απόλλωνα ή επινίκιο ή πολεμικό άσμα, άδω τον παιάνα … Dictionary of Greek
παιανίζω — παιάνισα, παίζω με μουσικό όργανο ύμνους ή εμβατήρια: Από τα χαράματα η ορχήστρα του Δήμου παιάνιζε στους δρόμους της πόλης το εωθινό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παιανίσω — παιᾱνίσω , παιανίζω aor subj act 1st sg παιᾱνίσω , παιανίζω fut ind act 1st sg παιᾱνίσω , παιανίζω aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιανιεῖ — παιᾱνιεῖ , παιανίζω fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) παιᾱνιεῖ , παιανίζω fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιανιεῦσι — παιᾱνιεῦσι , παιανίζω fut part act masc/neut dat pl (epic doric ionic) παιᾱνιεῦσι , παιανίζω fut ind act 3rd pl (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιανιζόντων — παιᾱνιζόντων , παιανίζω pres part act masc/neut gen pl παιᾱνιζόντων , παιανίζω pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιανίζομεν — παιᾱνίζομεν , παιανίζω pres ind act 1st pl παιᾱνίζομεν , παιανίζω imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιανίζουσι — παιᾱνίζουσι , παιανίζω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) παιᾱνίζουσι , παιανίζω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιανίζουσιν — παιᾱνίζουσιν , παιανίζω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) παιᾱνίζουσιν , παιανίζω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)