- ἐμ-παρά-θετος
ἐμ-παρά-θετος, worin eingelegt, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐμ-παρά-θετος, worin eingelegt, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεοσύνθετος — θεοσύνθετος, ον (Μ) ο συντεθειμένος από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + σύν θετος (< συν τίθημι), πρβλ. παρα σύν θετος, πολυ σύν θετος] … Dictionary of Greek
κουφοσύνθετος — κουφοσύνθετος, ον (Μ) επισφαλής, επίφοβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο) (ΙΙ)* + σύν θετος (< σύνθετος), πρβλ. παρα σύν θετος, πολυ σύν θετος] … Dictionary of Greek
Κούβα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κούβας Έκταση: 110.860 τ. χλμ. Πληθυσμός: 11.243.400 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Αβάνα (2.181.500 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, μεταξύ του κόλπου του Μεξικού και της… … Dictionary of Greek
ουσία — Κάτι που πραγματικά υπάρχει. Λέγεται επίσης και για κάτι που ικανοποιεί τη γεύση (το ψωμί χωρίς αλάτι δεν έχει ουσία). Ως σύνθετη, η λέξη έχει διάφορες έννοιες, όπως, για παράδειγμα, περιουσία. Ο όρος χρησιμοποιείται ιδιαίτερα στα φιλοσοφικά… … Dictionary of Greek