- ἐμ-παρα-σκευάζω
ἐμ-παρα-σκευάζω, darin zubereiten, Clin. Stob. flor. 1, 66. – Med., bei Schol. Ar. Nubb. 288.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐμ-παρα-σκευάζω, darin zubereiten, Clin. Stob. flor. 1, 66. – Med., bei Schol. Ar. Nubb. 288.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατασκευάζω — (AM κατασκευάζω Α και δωρ. τ. κατασκευῶ, όω) 1. σχηματίζω, φτειάχνω κάτι από κάποιο υλικό ή από διάφορα υλικά, δημιουργώ κάτι (α. «κατασκευάζω γέφυρα» β. «κατασκευάζω ἐπιτείχισμα ἐπὶ τὴν Ἀττικήν», Δημοσθ.) 2. επινοώ με δόλιους σκοπούς,… … Dictionary of Greek