- ἐϋ-κρόκαλος
ἐϋ-κρόκαλος, voll Kies u. Muscheln, ἠϊών u. ä., Nonn. D. 15, 95 u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐϋ-κρόκαλος, voll Kies u. Muscheln, ἠϊών u. ä., Nonn. D. 15, 95 u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυκρόκαλος — ον, Α αυτός που έχει πολλές κροκάλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κρόκαλος (< κροκάλη «χαλίκι»), πρβλ. εϋ κρόκαλος] … Dictionary of Greek