ἐϋ-στεφής

ἐϋ-στεφής

ἐϋ-στεφής, ές, dasselbe, sp. D.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στέφῃς — στέφω put round pres subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευστεφής — εὐστεφής, ές (Α) ευστέφανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στεφής (< στέφος (το) «διάδημα»), πρβλ. ανθο στεφής, χρυσο στεφής] …   Dictionary of Greek

  • ηλιοστεφής — ές (για ύψωμα ή βουνοκορφή) στεφανωμένος από τον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + στεφης (< στέφος, το «διάδημα»), πρβλ. ανθο στεφής, χρυσο στεφής] …   Dictionary of Greek

  • θεοστεφής — θεοστεφής, ές (AM) ο θεόστεπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο *, + στεφής (< στέφος), πρβλ. ακανθο στεφής, χρυσο στεφής] …   Dictionary of Greek

  • ιοστεφής — ές ιοστέφανος* («ιοστεφές άστυ» η Αθήνα με τις μενεξεδένιες αποχρώσεις τού ορίζοντά της). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + στεφής (< στέφος), πρβλ. κισσο στεφής, λευκο στεφής. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Πρωία] …   Dictionary of Greek

  • ιχθυοστεφής — ἰχθυοστεφής και ἰχθυστεφής, ές (Α) στεφανωμένος με ψάρια («ἐν ἰχθυοστεφέσι... κόλποις Ἀμφιτρίτας», Τιμόθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + στεφής (< στέφος, το < στέφω), πρβλ. ακανθο στεφής, ροδο στεφής] …   Dictionary of Greek

  • ιχθυστεφής — ἰχθυστεφής, ές (Α) ιχθυοστεφής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + στεφής (< στέφος, το), πρβλ. ακανθο στεφής, ροδο στεφής] …   Dictionary of Greek

  • καλαμοστεφής — καλαμοστεφής, ές (Α) καλαμοστεφανωμένος, αυτός που έχει στεφθεί ή έχει καλυφθεί με καλάμια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + στεφής (< στέφος, τὸ < στέφω), πρβλ. ιχθυ στεφής, ροδο στεφής] …   Dictionary of Greek

  • καταστεφής — καταστεφής, ές (Α) 1. αυτός που φορεί στεφάνι στο κεφάλι, ο στεφανωμένος 2. (για κλάδο ικετηρίας ράβδου) στεφανωμένος με έριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + στεφής (< στέφος), πρβλ. επι στεφής, περι στεφής] …   Dictionary of Greek

  • κισσοστεφής — ές (Α κισσοστεφής και κιττοστεφής, ές) στεφανωμένος με κισσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + στεφής (< στέφος), πρβλ. πυρι στεφής, ροδο στεφής] …   Dictionary of Greek

  • λικνοστεφώ — λικνοστεφῶ, έω (Α) φέρω λίκνο, δηλ. είδος κανίστρου πάνω στο κεφάλι σε θρησκευτική πομπή («λικνοστεφεῑ λίκνον στεφανούμενος θρησκεύει», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *λικνοστεφής < λίκνον + στεφής (< στέφος [τὸ] «στέφανος»), πρβλ. κισσο στεφής,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”