- ἐχέ-θῡμος
ἐχέ-θῡμος, Verstand habend, Od. 8, 320, Schol. λογισμὸν ἔχων, oder κρατῶν τῶν ἐπιϑυμιῶν, σώφρων, der besonnen seine Leidenschaften im Zaume hält. Vgl. ἐχέφρων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐχέ-θῡμος, Verstand habend, Od. 8, 320, Schol. λογισμὸν ἔχων, oder κρατῶν τῶν ἐπιϑυμιῶν, σώφρων, der besonnen seine Leidenschaften im Zaume hält. Vgl. ἐχέφρων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εχε- — (ΑΜ ἐχε ). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα σύνθ. με α συνθετικό εχε ανήκουν στη γενικότερη κατηγορία τών συνθέτων με ρηματικό θ. ενεστ. ή αορ. ως α συνθετικό, παρ όλο που αναπτύχθηκαν πολλές απόψεις για την ερμηνεία τού σχηματισμού τους πρβλ. αρχέ κακος, εχέ θυμος,… … Dictionary of Greek
τλήθυμος — και δωρ. τ. τλάθυμος, ον, Α 1. καρτερόψυχος, υπομονητικός 2. ισχυρός, δυνατός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τλη /τλᾱ , που ανάγεται στη δισύλλαβη ρίζα τελᾱ τού επιθ. τάλας (με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν, βλ. λ. τάλας) + θυμός (πρβλ.… … Dictionary of Greek
εχέθυμος — ἐχέθυμος, ον (Α) αυτός που υποτάσσει τις επιθυμίες και τα πάθη του, ο εγκρατής, ο σώφρων, ο κύριος τού εαυτού του. επίρρ... ἐχεθύμως (Α) κατά σώφρονα τρόπο, με σύνεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχε * (< έχω I) + θυμός «νους»] … Dictionary of Greek
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek