- ἐχέ-βοιον
ἐχέ-βοιον, τό, = μεσάβοιον, Poll. 1, 252.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐχέ-βοιον, τό, = μεσάβοιον, Poll. 1, 252.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εχε- — (ΑΜ ἐχε ). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα σύνθ. με α συνθετικό εχε ανήκουν στη γενικότερη κατηγορία τών συνθέτων με ρηματικό θ. ενεστ. ή αορ. ως α συνθετικό, παρ όλο που αναπτύχθηκαν πολλές απόψεις για την ερμηνεία τού σχηματισμού τους πρβλ. αρχέ κακος, εχέ θυμος,… … Dictionary of Greek