- ἐχομένως
ἐχομένως, adv. zu ἐχόμενος, unmittelbar darauf; λέγειν Apolld. 3, 1, 1; a. Sp.; τινός, gleich nach Einem, D. L. 4, 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐχομένως, adv. zu ἐχόμενος, unmittelbar darauf; λέγειν Apolld. 3, 1, 1; a. Sp.; τινός, gleich nach Einem, D. L. 4, 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εχομένως — ἐχομένως και ἐχόμενα (ΑΜ) (επίρρ. από τη μτχ. ενεστ. τού έχομαι) (με γεν.) αμέσως, έπειτα, κατόπιν, εν συνεχεία, σε άμεση επαφή, σε προέκταση αρχ. (με γεν.) 1. πλησίον, κοντά σε κάτι 2. μαζί με κάποιον, στο σπίτι κάποιου … Dictionary of Greek
ἐχομένως — ἔχω check pres part mp masc acc pl (doric) ἐχομένως next after indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)