- ἐχθιόνως
ἐχθιόνως, adv. zu ἐχϑίων, feindseliger, ἔχειν Xen. Conv. 4, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐχθιόνως, adv. zu ἐχϑίων, feindseliger, ἔχειν Xen. Conv. 4, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐχθιόνως — ἐχθίων more hateful adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εχθίων — ἐχθίων, ον (Α) εχθρικότερος, μισητότερος («καί τις γένοιτ ἄν τῆσδ ἔτ ἐχθίων τύχη;», Αισχύλ.). επίρρ... ἐχθιόνως (Α) εχθρικότερα («ἐχθιόνως ἔχουσιν ἤ πρὶν λαβεῑν», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμ. συγκριτ. τού επιθ. εχθρός με κατάλ. ιων (πρβλ. αισχ ίων <… … Dictionary of Greek