- ἐχθεσινός
ἐχθεσινός, = χϑεσινός, gestrig, Pallad. 128 (X, 79).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐχθεσινός, = χϑεσινός, gestrig, Pallad. 128 (X, 79).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐχθεσινός — yesterday s masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εχθεσινός — ή, ό και χθεσινός, ή, ό (Α ἐχθεσινός, ή, όν και χθεσινός, ή, όν) [εχθές] αυτός που αναφέρεται στην προηγούμενη από τη σημερινή ημέρα, στο παρελθόν («ἀλλοτριωθέντες τῆς ἐχθεσινῆς διαγωγῆς», Ανθ. Παλ.) … Dictionary of Greek
ἐχθεσινόν — ἐχθεσινός yesterday s masc acc sg ἐχθεσινός yesterday s neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχθεσινῆς — ἐχθεσινός yesterday s fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχθεσινή — ἐχθεσινός yesterday s fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εχθιζινός — ἐχθιζινός, ή, όν (Α) εχθεσινός («μένω γὰρ ἐξ ἐχθιζινοῡ», Μέν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού χθιζινός* < χθιζός < χθες*] … Dictionary of Greek