- ἐφ-ελκυστής
ἐφ-ελκυστής, ὁ, der Heranziehende, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐφ-ελκυστής, ὁ, der Heranziehende, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ελκυστής — ο 1. αυτός που σέρνει κάτι 2. ελκυστήρας … Dictionary of Greek
ελκυστές — Τρόπος περιγραφής της μακρόχρονης συμπεριφοράς ενός συστήματος στον χώρο των φάσεων. Η ισορροπία και οι σταθερές καταστάσεις αντιστοιχούν σε σταθερούς σημειακούς ε., οι περιοδικές καταστάσεις σε ε. οριακού κύκλου και οι χαοτικές καταστάσεις σε… … Dictionary of Greek