- ἐφ-ελκυστικός
ἐφ-ελκυστικός, ή, όν, anziehend, ψυχᾶς Hippod Stob. fl. 43, 93; – nachgeschleppt, hinten angehängt, ν ἐφελκυστικόν, Gramm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐφ-ελκυστικός, ή, όν, anziehend, ψυχᾶς Hippod Stob. fl. 43, 93; – nachgeschleppt, hinten angehängt, ν ἐφελκυστικόν, Gramm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑλκυστικός — drawing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελκυστικός — ή, ό (AM ἑλκυστικός, ή, όν) αυτός που ασκεί έλξη, που σέ τραβάει, που προσελκύει με τα θέλγητρα και τα χαρίσματα του αρχ. (για φάρμακο) ο ικανός να τραβάει και να απομακρύνει από τον οργανισμό … Dictionary of Greek
ελκυστικός — ή, ό επίρρ. ά ο ικανός να ελκύει κάτι προς τον εαυτό του, θελκτικός, γοητευτικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἑλκυστικά — ἑλκυστικός drawing neut nom/voc/acc pl ἑλκυστικά̱ , ἑλκυστικός drawing fem nom/voc/acc dual ἑλκυστικά̱ , ἑλκυστικός drawing fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλκυστικόν — ἑλκυστικός drawing masc acc sg ἑλκυστικός drawing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλκυστική — ἑλκυστικός drawing fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλκυστικήν — ἑλκυστικός drawing fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλκυστικῶς — ἑλκυστικός drawing adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάγγανο — και μάγκανο και μαγγάνι, το και μάγγανος, ο, και μαγγάνη, η (AM μάγγανον) 1. βαρούλκο, γερανός 2. (στο Βυζάντιο) α) ονομασία διαφόρων πολεμικών μηχανών οι οποίες είχαν ως κοινό χαρακτηριστικό στοιχείο τον τροχό β) η αφετηρία στον ιππόδρομο κατά… … Dictionary of Greek
-τικός — παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία αποτελεί άλλη μορφή τής κατάληξης ικός (για την προέλευση και τις χρήσεις, βλ. λ. ικός) που απαντούσε αρχικά σε επίθετα παράγωγα τών ονομάτων σε της* και τών ρηματικών επιθέτων … Dictionary of Greek
έμνοστος — η, ο 1. γευστικός, νόστιμος 2. (για πρόσ.) ελκυστικός, χαριτωμένος … Dictionary of Greek