ἐφ-υπνώττω

ἐφ-υπνώττω

ἐφ-υπνώττω, darauf schlafen, τοῖς Ὁμήρου ποιήμασιν Iulian. ep. 14.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • υπνώττω — ὑπνώσσω, ΝΑ, και αττ. τ. ὑπνώττω Α νεοελλ. 1. κοιμάμαι ελαφρά, λαγοκοιμάμαι 2. μτφ. αδρανώ τελείως, δεν κάνω αυτά που πρέπει («οι αρμόδιοι υπνώττουν») αρχ. 1. νυστάζω, αρχίζει να μέ παίρνει ο ύπνος 2. κοιμάμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπνος + κατάλ. ώσσω / …   Dictionary of Greek

  • ὑπνώττω — ὑπνώσσω to be sleepy pres subj act 1st sg (attic) ὑπνώσσω to be sleepy pres ind act 1st sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφυπνώττω — ἐφυπνώττω (Α) κοιμάμαι πάνω σε κάτι, έχω κάτι κάτω από το προσκέφαλό μου («τοῑς Ὁμήρου ποιήμασιν ἐφυπνώττειν», Ιουλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὑπνώττω (< ὕπνος)] …   Dictionary of Greek

  • υπνώσσω — Ν βλ. υπνώττω …   Dictionary of Greek

  • ύπνος — Φυσιολογικό φαινόμενο, που χαρακτηρίζει όλα τα ανώτερα ζώα και συνίσταται σε αυτόματη αναστολή των νευρικών και ψυχικών δραστηριοτήτων, που μας συνδέουν με τον εξωτερικό κόσμο. Στη διάρκεια του ύ. είναι ελαττωμένα ο μυϊκός τόνος, η αρτηριακή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”