- ἐφ-υπνίδιος
ἐφ-υπνίδιος, einschläfernd, Leon. Tar. 65 (aber Pal. VII. 198 steht ἐφ' ὑπνιδίῳ).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐφ-υπνίδιος, einschläfernd, Leon. Tar. 65 (aber Pal. VII. 198 steht ἐφ' ὑπνιδίῳ).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εφυπνίδιος — ἐφυπνίδιος, ον (Α) αυτός που φέρνει ύπνο, που οδηγεί σε ύπνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *ὑπνίδιος (< ὕπνος + κατάλ. ιδιος), πρβλ. θαλασσ ίδιος, πτερ ίδιος) … Dictionary of Greek