- ἐτασμός
ἐτασμός, ὁ, dasselbe, LXX. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐτασμός, ὁ, dasselbe, LXX. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ετασμός — ἐτασμός, ό (ΑΜ, Μ και ἐταγμός) [ετάζω] 1. εξέταση, διερεύνηση 2. κρίση, δοκιμασία («Κύριος δὲ μόνος καινὸν τρόπον ἔχει ἐτασμῶν, ἐτάζων γάρ ἐστι καρδίας») … Dictionary of Greek
ἐτασμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτασμοῖς — ἐτασμός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτασμοί — ἐτασμός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτασμοῦ — ἐτασμός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτασμῶν — ἐτασμός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτασμῷ — ἐτασμός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτασμόν — ἐτασμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετάζω — (ΑΜ ἐτάζω) (συνηθέστ. εν συνθέσει) ερευνώ, εξετάζω, αναζητώ («ἐτάζειν τοὺς ἀδικέοντας», Δημόκρ.) το ρήμα σύνηθες στους Ο: «σὺ εἶ ὁ ἑτάζων καρδίας», Α Παραλειπομένων αρχ. μσν. υποβάλλω σε δοκιμασίες, βασανίζω, τυραννώ («ἤτασεν ὁ θεὸς τὸν Φαραὼ… … Dictionary of Greek
ՊԱՏԻԺ — (տժոյ կամ ժի, տժոց.) NBH 2 0610 Chronological Sequence: 6c գ. τεκμωρία punitio, castigatio, ultio ζημία mulcta, poena αἱτία culpa ἑτασμός examen κρίμα damnatio եւն. Փոխարէն հատուցումն կամ տուգանք յանցանաց. պատուհաս. տանջանք. վրէժ. գազէպ, ճէզա,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)