- ἐταστής
ἐταστής, ὁ, der Prüfer, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐταστής, ὁ, der Prüfer, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εταστής — ἐταστής, ὁ (ΑΜ) [ετάζω] εξεταστής, κριτής μσν. εκτελεστής … Dictionary of Greek
ἐταστής — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτασταί — ἐταστής masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐταστήν — ἐταστής masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετάζω — (ΑΜ ἐτάζω) (συνηθέστ. εν συνθέσει) ερευνώ, εξετάζω, αναζητώ («ἐτάζειν τοὺς ἀδικέοντας», Δημόκρ.) το ρήμα σύνηθες στους Ο: «σὺ εἶ ὁ ἑτάζων καρδίας», Α Παραλειπομένων αρχ. μσν. υποβάλλω σε δοκιμασίες, βασανίζω, τυραννώ («ἤτασεν ὁ θεὸς τὸν Φαραὼ… … Dictionary of Greek
εταστικός — ή, ό (Μ ἐταστικός, ή, όν) [εταστής] εξεταστικός, διερευνητικός … Dictionary of Greek
καρδιεταστής — καρδιεταστής, ὁ (Μ) αυτός που ετάζει, που ερευνά τις καρδιές τών ανθρώπων. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδία + ἐταστής «ερευνητής» (< ἐτάζω «ερευνώ»)] … Dictionary of Greek