- ἐσχατεύω
ἐσχατεύω, dasselbe, z. B. ἐσχατεύουσα τῆς 'Αρκαδίας Pol. 4, 77, 8; Theophr. u. Sp., auch nur im partic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐσχατεύω, dasselbe, z. B. ἐσχατεύουσα τῆς 'Αρκαδίας Pol. 4, 77, 8; Theophr. u. Sp., auch nur im partic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εσχατεύω — ἐσχατεύω (Α) [έσχατος] 1. ευρίσκομαι, είμαι στο άκρο («τὰ ἐσχατεύοντα τῶν δένδρων» τα άκρα, οι κλώνοι τών δέντρων, Θεόφρ.) 2. βρίσκομαι στο άκρο ενός τόπου («ἐσχατεύουσα τῆς Ἀρκαδίας», Πολ.) 3. είμαι ο λεπτότερος ή ο χαμηλότερος («ἐσχατεύω τῶν… … Dictionary of Greek
ἐσχατεύοντα — ἐσχατεύω to be at the end pres part act neut nom/voc/acc pl ἐσχατεύω to be at the end pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσχατεύουσι — ἐσχατεύω to be at the end pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐσχατεύω to be at the end pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσχατεύοντας — ἐσχατεύω to be at the end pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσχατεύουσα — ἐσχατεύω to be at the end pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έσχατος — η, ο (ΑΜ ἔσχατος, η, ον Α και ἔσχατος, ον) 1. (για τόπους) ο πιο απομακρυσμένος, ο απώτατος, αυτός που βρίσκεται στο ακρότατο σημείο, ο τελευταίος («ἔσχατος θάλαμος», Ομ. Οδ.) 2. (για πρόσ.) χειρότερος, κατώτερος («ο έσχατος τών μαθητών») 3.… … Dictionary of Greek