- ἐρῡκακέειν
ἐρῡκακέειν, aor. II. zu ἐρύκω, Hom.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρῡκακέειν, aor. II. zu ἐρύκω, Hom.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρυκακέειν — ἐρύκω keep in aor inf act (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερύκω — ἐρύκω, παράλλ. τύποι ἐρυκάνω, ἐρυκανῶ (Α) 1. συγκρατώ την ορμή ή την κίνηση κάποιου, αναχαιτίζω, σταματώ, περιορίζω («ἵππους... ἐρύκεμεν αὖθ’ ἐπὶ τάφρῳ», Ομ. Ιλ.) 2. (για στρατό) εμποδίζω από τη φυγή 3. (για εχθρό) ανακόπτω τον δρόμο 4. συγκρατώ … Dictionary of Greek