- ἐρῑθακίς
ἐρῑθακίς, ίδος, ἡ, = ἔριϑος, die Tagelöhnerinn, Theocr. 3, 35.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρῑθακίς, ίδος, ἡ, = ἔριϑος, die Tagelöhnerinn, Theocr. 3, 35.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εριθακίς — ἐριθακίς, ἡ (Α) 1. εργάτρια, δουλεύτρα 2. υπηρέτρια, θεραπαινίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < έριθος + ακις] … Dictionary of Greek
ἐριθακίς — ἐρῑθακίς , ἐριθακίς a female day labourer fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριθακίδα — ἐρῑθακίδα , ἐριθακίς a female day labourer fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)