- ἐρί-θαλλος
ἐρί-θαλλος, üppig sprossend, πρῖνος Simonid. bei Plut. Thes. 17. Vgl. ἐριϑηλής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρί-θαλλος, üppig sprossend, πρῖνος Simonid. bei Plut. Thes. 17. Vgl. ἐριϑηλής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερίθαλλος — ἐρίθαλλος, ον (Α) (για φυτά) αυτός που θάλλει πολύ («πρίνου ἄνθει ἐριθάλλου», Σιμων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + θαλλός, ὁ (< θάλλω)] … Dictionary of Greek