- ἐρίθακος
ἐρίθακος, ὁ, ein Vogel, der wie die Papageien u. Elstern sprechen lernte, Arist. H. A. 9, 49, auch ἐριϑεύς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρίθακος, ὁ, ein Vogel, der wie die Papageien u. Elstern sprechen lernte, Arist. H. A. 9, 49, auch ἐριϑεύς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερίθακος — ἐρίθακος, ὁ (AM) Ι. ωδικό πτηνό που μαθαίνει να ψελλίζει λέξεις όπως ο παπαγάλος ονομάζεται και εριθεύς, ερίθυλος, φοινίκουρος (κν. πετρίτης) 2. παροιμ. «οὐ τρέφει μία λόχμη δύο ἐριθάκους» γι’ αυτούς που προσπαθούν να κερδίσουν από μικρά πράγματα … Dictionary of Greek
ἐρίθακος — robin redbreast masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριθάκους — ἐρίθακος robin redbreast masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρίθακοι — ἐρίθακος robin redbreast masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερίθυλος — ἐρίθυλος, ὁ (Α) ο ερίθακος. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού ερίθακος*] … Dictionary of Greek
εριθεύς — ἐριθεύς, ὁ (Α) ο ερίθακος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού ερίθακος*] … Dictionary of Greek
έριθος — ἔριθος, ὁ, ἡ (Α) 1. (ιδιαίτερα για θεριστές) εργάτης με ημερομίσθιο 2. μτγν. αἱ ἔριθοι εργάτριες που γνέθουν και υφαίνουν το μαλλί, κλώστριες, υφάντριες («ἐρίων ἔριθοι») 3. (και για αράχνες) φρ. «πάντα δ’ ἐρίθων ἀραχνᾱν βρίθει» (Σοφ.) 4. μτφ.… … Dictionary of Greek
παπαγάλοι — Δενδρόβια, κατά το μεγαλύτερο μέρος, πουλιά (ψιττακοί) της τάξης των ψιττακόμορφων, που ταυτίζεται με την οικογένεια των ψιττακιδών. Έχουν ράμφος ισχυρό και γαμψό, του οποίου οι δύο άνισοι βραχίονες είναι καμπυλωτοί με αντίθετη φορά ο καθένας: ο… … Dictionary of Greek