- ἐρί-δμᾱτος
ἐρί-δμᾱτος, sehr bändigend, ἔρις, Aesch. Ag. 1440, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρί-δμᾱτος, sehr bändigend, ἔρις, Aesch. Ag. 1440, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερίδματος — ἐρίδματος, ον (Α) 1. ο ισχυρά, στερεά κτισμένος 2. ο ακατάβλητος («ἔρις ἐρίδματος» η ακατάβλητη έριδα ή, κατά διαφορετική ερμηνεία, η έριδα που καταβάλλει πάρα πολύ, Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + δματος (δέμ ω)] … Dictionary of Greek